στρουμπουλός

στρουμπουλός
-ή, -ό, Ν
μικρόσωμος και παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» (μέσω ενός τ. στρούμπος) + κατάλ. -ουλός (πρβλ. παχ-ουλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρουμπουλός — ή, ό παχουλός, χοντρός: Μια στρουμπουλή κόρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Струмби — Деревня Струмби Στρουμπί Страна Республика КипрРеспублика Кипр …   Википедия

  • στρουμπουλούτσικος — η, ο, Ν [στρουμπουλός] (ως θωπευτικός χαρακτηρισμός) ο κάπως στρουμπουλός …   Dictionary of Greek

  • βαβουλός — ή, ό 1. βαθύς λίγο πολύ, κάπως βαθύς 2. αυτός που έχει κάποιο κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + (καταλ. επίθημα) ουλός (πρβλ. μακρουλός, νερουλός, παχουλός, στρουμπουλός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ολοστρούμπουλος — η, ο ο πολύ στρουμπουλός, ο κοντός και παχύς …   Dictionary of Greek

  • στρουμπουλούδικος — η, ο, Ν θωπευτικός χαρακτηρισμός νεαρού, κυρίως, ατόμου ή παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουμπουλός + κατάλ. ούδικος (< ούδης)] …   Dictionary of Greek

  • φουντούκος — ο, Ν [φουντούκι] μτφ. (για πρόσ.) παχουλός, στρουμπουλός …   Dictionary of Greek

  • γεματούτσικος — η, ο ο παχουλός, ο στρουμπουλός: Η γυναίκα του είναι γεματούτσικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουλούκος — ο θηλ. α (λ. τουρκ.), παχουλός, στρουμπουλός, καλοθρεμμένος: Ο γιος της έγινε μπουλούκος γιατί έτρωγε συνέχεια σοκολάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”